Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ένα φαλακρό κεφάλι ή για κούρεμα με την ψιλή. Σπάνια το συναντάμε και ως «γούλα». Η λέξη γουλί όμως έχει και άλλες έννοιες:

  1. Το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται.

  2. Το βότσαλο, εξ ου και πολλές παραλίες στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα.

  3. Καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο λέγεται επίσης γουλί.

- Ο Νάσος κουρεύτηκε γουλί!
- Για πάμε να του κάνουμε σύννεφο!

(από boulgaroktonos, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πεντακάθαρο χωρίς ίχνος βρομιάς.

  2. Σένιο, χωρίς προβλήματα.

- Κυρά-Κούλα στον έκανα γουλί τον καμπινέ!
(Κώστας Τσάκωνας στη «Μεγάλη Απόφραξη» - θέλει να πει ότι ξεβούλωσε τη λεκάνη από το σκέτο και ότι πλέον είναι έτοιμη προς χρήση και κατάχρηση χωρίς προβλήματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified