Κλασσική λέξη εν είδει ρηματικού ουσιαστικού, που χρησιμοποιείται συχνά στα νέα ελληνικά. Αποτελείται από το άρθρο του αρσενικού γένους και το ρήμα γαμάω. Δομικά προσομοιάζει με το γερούνδιο στα αγγλικά και τα γερμανικά.

Το νόημα της παραπέμπει σε άτομο η γνώμη του οποίου μετράει και έχει κερδίσει το σεβασμό όλων, που επιβάλλεται χωρίς καμία αντίρρηση. Προκειμένου να καταλάβουμε ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο γαμάω, μπορούμε να φέρουμε το μυαλό μας τον Μάρλον Μπράντο στο Νονό ή τον Ντε Νίρο στην «Έξαψη» («Heat»). Μία κλίμακα κάτω από τον γαμάω βρίσκεται ο γιος του γαμάω.

  1. - Τελείωσε η ιστορία, το αυτοκίνητο θα πουληθεί και τα λεφτά τα κρατάω εγώ.
    - Τι λες ρε μεγάλε, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο γαμάω; Για κούλαρε λίγο!

  2. - Ποιος είναι αυτός που έσκασε μύτη με υφάκι, ο γαμάω του μαγαζιού;
    - Είναι εφοριακός και σκάει μύτη σαν εξουσιαστής. Όλοι του γλείφουν τ' αρχίδια γιατί δεν κόβουν αποδείξεις...

Δες και ο σκοτώνω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified