Αναίσθητος, νεκρός. Στη φράση αφήνω σέκο, συνώνυμο του αφήνω στον τόπο. Μεταφορικά σημαίνει και εμβρόντητος.

- Πού 'ναι ρε ο Μήτσος, έχω να τον δω πάν' από μήνα.
- Ε δέν τά 'μαθες; Στην πορεία την πρωτομαγιά, την είπε σ' έναν κρυφολίτη χαφιέ, τον έδωσε ο άλλος στους δικούς του, πιάστηκαν στα χέρια, τον αρχίζουν με τα γκλόμπ, τον άφησαν σέκο, τα αρχίδια...

Mobutu Sese Seko: άφησε πολύ κοσμάκη σέκο. (από joe909, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified