Κυριολέκτικλυ, ο πόνος του πέοντα. Προκαλείται (στην καλύτερη περίπτωση) από ξεψώλιασμα ή (στην χειρότερη) από σκουλαμέντο.

Μεταφόρικλυ, η ακαταμάχητη επιθυμία να πηδήσουμε κάποιο αντικείμενο πόθου, όταν δηλαδή της ψωλής μας ο χαβάς μας άγει και μας φέρει. Εναλλακτικά, οποιαδήποτε ακατάσχετη εμμονή.

Βλ. επίσης: κωλοκαούρα.

- Πρέπει να με δει γιατρός, έχω πεθάνει στις ψωλοκαούρες.
- Caveat fututor! Αυτά πεθαίνεις όταν ιππεύεις την Καυλάουρα ασκεπής...

- Έχω τρελή ψωλοκαούρα για το Λίλιαν.
- Σέρνει καράβι, το αμαρτωλό, σέρνει καράβι...

- Έχω ψωλοκαούρα για το iPhone 4...
- Μήπως είστε γκέϊ;

Ο πόνος για τον πέοντα εκφρασμένος τώρα και σε μπαλάντα. Στην μπαλάντα της πούτσας (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified