Κάνω κάτι με πάρα πολλή ένταση, με αποτέλεσμα την εξάντληση. Μου φεύγει ο κώλος, ο τάκος. Σωματικά είναι σα να με ξεσκίσανε -και τα λοιπά φανταστείτε τα.

Επίσης: το παρακάνω, υπερβάλλω.

Είναι συνώνυμο του γαμιέμαι (αρ. 8: γαμιέμαι σε κάτι, έχω γαμηθεί να κάνω κάτι).

  1. Μαλάκα πάψε πια να χλαπακιάζεις, έχεις ξεκωλωθεί να τρως, αηδίασα!

  2. Δεν πήγα πουθενά για διακοπές, έκατσα σπίτι και ξεκωλώθηκα στις δουλειές και τα μερεμέτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).

  2. Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.

  1. Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...

  2. Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;

Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified