Η ουρδίλα είναι τα προσπερματικά υγρά, κάπου εκεί λίγο πριν αφήσεις τους απογόνους, ανάλογα με την περίσταση, στο στόμα της, στην πλάτη της, στο τρίχωμα του σκύλου σου ή οπουδήποτε σού κάνει κέφι.

Είναι προφανές ότι η ουρδίλα με τα χύσια αποτελούν ενιαία πράξη (κατά τα διδάγματα του ποινικού δικαίου), μη δυνάμενων να αποτελέσουν ξεχωριστή οντότητα.

Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο το πρόωρο όσο και το πρώιμο.

1)- Τί έγινε ψηλέμου, γιατί σε βλέπω τόσο αγχωμένο σήμερα;
- Τί να σε λέω κολλητέ μου, πήδηξα το Τζενάκι χθες στεγνά μόνο με σάλιο και νομίζω ότι μου έφυγε λίγη ουρδίλα μέσα...

2) Πού πάω ο πούστης αξημέρωτα με την ουρδίλα για δουλειά... Πιο καλυτερότερα θα ήταν να με ταΐζει η μαμά μέχρι τα πενήντα μου και βλέπουμε...

Σύγκρινε με ούρδα, ουρδεσάνς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified