Παρακάμπτοντας την ιστορική προέλευση του λήμματος (αφήνοντάς την στους άλλους σεβαστούς ορισμούς από τους αντίστοιχους χρήστες του παρόντος ιστοτόπου), το κλάιν είναι τόσο δύσκολο να αποδοθεί με ορισμό όσο δύσκολο είναι να οριστεί π.χ. το λήμμα «ευτυχισμένος». Παρ' όλα αυτά, θα γίνει μία προσπάθεια προσέγγισης του νοήματος κατά το δυνατόν.
Το «κλάιν» δεν περιγράφει κάποια εξωτερική κατάσταση, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη αυτού που το λέει. Και μπορεί να ακούσουμε κάποιον να λέει ότι είναι «κλάιν» για μία δεδομένη πραγματική κατάσταση, αντικαθιστώντας ουσιαστικά την φράση: «δεν με νοιάζει» ή «αδιαφορώ» όμως ο μελετητής θα πρέπει να διακρίνει ότι η ψυχολογική του κατάσταση είναι εν τέλει κλάιν, η οποία με τον κανόνα της λογικής αναγκαιότητας τον οδηγεί στην αδιαφορία. Δεν έχουμε δηλαδή τη σχέση αδιαφορία = κλάιν αλλά: ψυχολογική κατάσταση = κλάιν και άρα το κλάιν οδηγεί με λογική αναγκαιότητα στην εξωτερίκευση της συμπεριφοράς μας.
Προσοχή: ΔΕΝ γίνεται εξίσωση τού κλάιν με την εξωτερίκευση της συμπεριφοράς, όχι γιατί θα είχαμε ψυχολογική κατάσταση = εξωτερίκευση, κάτι το οποίο αποτελεί φυσιολογική έκφραση κάθε ανθρώπου, αλλά επειδή το κλάιν αποτελεί υπερκείμενη κατάσταση του εκάστοτε εκφρασθέντος συναισθήματος.
Όπως γίνεται κατανοητό και όπως γράφτηκε ήδη από την αρχή, η αναζήτηση του νοήματος του κλάιν γίνεται μόνο με γενικές έννοιες και παραδείγματα.
Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης είναι ο εξής:
Κατά τα διδάγματα της νομικής επιστήμης, η υπαιτιότητα τού δράστη ενός εγκλήματος χωρίζεται σε δόλο και αμέλεια. Σε δεύτερο επίπεδο, ο δόλος χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες και ο δόλος σε δύο. Χωρίς να θέλω να κουράζω τους αναγνώστες, θα αναλύσουμε τον τρόπο σκέψης του νομικού όταν η αποδιδόμενη πράξη καταλογίζεται από ενδεχόμενο δόλο (φράση γνωστή σε όλους).
Για να καταλάβουμε λοιπόν αν ο δράστης καταλαμβάνεται από τον ενδεχόμενο δόλο, ακολουθούμε την συλλογιστική: ο δράστης είχε σκοπό να εκτελέσει την πράξη (διανοητικό στοιχείο) και παράλληλα πίστευε ότι πιθανώς η πράξη αυτή θα επέφερε το ποινικά κολάσιμο αποτέλεσμα (βουλητικό στοιχείο).
Κάπως έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για το κλάιν. Δεχόμαστε μία πληροφορία, περιερχόμαστε σε κατάσταση κλάιν (διανοητικό στοιχείο), η οποία κατάσταση εκφράζεται παντοιοτρόπως (ξύσιμο φρυδιών, ανακάτεμα φράπας κλπ. - εκτέλεση πράξης).
Ο σωστά σκεπτόμενος αναγνώστης θα αναρωτηθεί: μα αφού τελικά το εξωτερικό στοιχείο, είτε παραδεχτούμε ότι ονομάζεται κλάιν είτε προέρχεται από την διανόηση, την οποία εδώ ονομάζουμε κλάιν, τότε γιατί να ασχοληθώ;
Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο επικίνδυνο συμπέρασμα να δίνονται ελλιπέστατοι και συχνά αυθαίρετοι ορισμοί για το υπό εξέταση λήμμα, το οποίο τελικά περιορίζεται στο να αντικαθιστά τους αυθαίρετους αυτούς ορισμούς. Ας το αναλογιστούμε: Τί από τα παρακάτω περιγράφει το κλάιν: αδιαφορία, απαξίωση, χαλαρότητα, ασυνέπεια, αστειότητα, έλλειψη σοβαρότητας; Σίγουρα καθένας από εμάς κάποτε είπε «κλάιν» για να αντικαταστήσει μία από τις παραπάνω λέξεις. Μα όμως όλες δεν εντάσσονται στην έννοια αυτή;
Εν κατακλείδι, δύο είναι οι προβληματικές της παρούσας προσπάθειας για την εξεύρεση του ορισμού: αφενός, πρέπει μέσα μας να αποκαταστήσουμε το «κλάιν» ως έναν αυτοτελή ορισμό, ο οποίος είναι πολύ ανώτερος από το να το χρησιμοποιούμε αβασάνιστα για να αντικαθιστούμε λέξεις, οι οποίες περιγράφουν πολύ πιο περιεκτικά τη στιγμιαία σκέψη μας.
Αφετέρου, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το «κλάιν» αποτελεί ψυχολογική κατάσταση, η οποία προκαλείται από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα και τελικά αυτό το ρημάδι το «κλάιν» είναι που μας οδηγεί στα συναισθήματα της αδιαφορίας, της απαξίωσης κλπ. Υπάρχει λοιπόν μία σχέση αιτίου - αιτιατού και όχι σχέση υποκατάστασης.
Τέλος, αφού η λογική αναγκαιότητα, κατά την άποψη του γράφοντα, έχει σχηματικά ως εξής: λήψη ερεθίσματος > κλάιν > εξωτερίκευση ανάλογης συμπεριφοράς, το παρόν λήμμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλως περιοριστικές περιπτώσεις, για να δείξουμε ότι η ενδεχόμενη αδιαφορία μας για ένα ζήτημα, δεν περιέρχεται επειδή βαριόμαστε να ακούσουμε τον συνομιλητή μας ή επειδή η προσοχή μας είναι αποσπασμένη, αλλά για να δείξουμε λάβαμε την πληροφορία και δημιουργήθηκε μέσα μας η ψυχολογική κατάσταση του κλάιν.
- Λάθος χρήση τού κλάιν:
- Ρε Νώντα άκου να σου πω τί με είπε η πατσαβούρα που γνώρισα χθες σε εκείνο το καταγώγι...
- Κλάιν ρε ψηλέ, βαριέμαι τώρα, δε βλέπεις ότι νυστάζω; Ποιος ασχολείται άλλωστε με αυτήν...
Βλέπουμε εδώ ότι το κλάιν έχει υποκαταστήσει την έννοια της βαρεμάρας γενικά και της αδιαφορίας για την γκόμενα.
- Σωστή χρήση τού κλαίν:
- Ρε Νώντα απολύθηκα από τη δουλειά. Το πιστεύεις; Πώς θα ζήσω τώρα;
- Κλάιν ρε ψηλέ, αφού έχεις εισοδήματα από δέκα διαμερίσματα, τί αγχώνεσαι;
Εδώ όμως, ο Νώντας ορθά χρησιμοποίησε το κλάιν, επειδή δέχτηκε το εξωτερικό ερέθισμα (δηλαδή την απόλυση από τη δουλειά), περιήλθε σε κατάσταση κλάιν, η οποία κατά λογική αναγκαιότητα τον οδήγησε σε απαξίωση των λεγομένων τού Ψηλού.