Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.
Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.
Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.
Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.
Got a better definition? Add it!