Άλλος ένας, ουδόλως λόγιος, τρόπος προκειμένου να ζητήσεις από κάποιον να απομακρυνθεί.

Μπορεί κάλλιστα να σερβιριστεί με πλήθος εποχιακών ή μη, υβριστικών ή απαξιωτικών προσωπικών χαρακτηρισμών.

Από το εκ και ακουμπάω (ακουμπώ, αγγίζω).

Προστακτική ξεκουμπίσου. Πληθυντικός ξεκουμπιστείτε. Αόριστος ξεκουμπίστηκα.

Συνώνυμα: ουστ, χάσου, στα τσακίδια, ασταδιάλα.

Προσοχή: να μη συγχέεται με το ξεκούμπωτος (ακομβίωτος).

  1. Ξεκουμπίδια ωρέ βρωμόπουστα.

  2. Ξεκουμπιστείτε γρήγορα από δω μωρή καλτάκες.

Βλ. και ξεκούμπα, ξεκουμπιδιέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified