Άλλος ένας, ουδόλως λόγιος, τρόπος προκειμένου να ζητήσεις από κάποιον να απομακρυνθεί.
Μπορεί κάλλιστα να σερβιριστεί με πλήθος εποχιακών ή μη, υβριστικών ή απαξιωτικών προσωπικών χαρακτηρισμών.
Από το εκ και ακουμπάω (ακουμπώ, αγγίζω).
Προστακτική ξεκουμπίσου. Πληθυντικός ξεκουμπιστείτε. Αόριστος ξεκουμπίστηκα.
Συνώνυμα: ουστ, χάσου, στα τσακίδια, ασταδιάλα.
Προσοχή: να μη συγχέεται με το ξεκούμπωτος (ακομβίωτος).
Ξεκουμπίδια ωρέ βρωμόπουστα.
Ξεκουμπιστείτε γρήγορα από δω μωρή καλτάκες.