Ο εθισμένος με την ταχύτητα, αυτός που ερεθίζεται με το να ανοίγει το γκάζι του οχήματός του όπου και όποτε μπορεί.

Κι εκεί που πήγαινα ήσυχα κι ωραία στην Παραλιακή, μου την πέφτει ένας καβλογκαζάκιας από πίσω και ήθελε κόντρες!

βλ. και γκαβλόγκαζος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified