1. Η τσιμπουκλού που πολύ το γουστάρει. Προφανώς από το καβλί + το ηχητικό «σλουρπ» που δηλώνει λαίμαργη ευχαρίστηση.

  2. Η άτσαλη τσιμπουκλού που από περήφανο τσολιά σου τον κάνει σκέτο λούρπακ. Εξού και καβλοσλούρπακ.

- Πώς πήγε ψες με την Πόπη;
- Γαμάτα!! Καβλοσλούρπα με τα όλα της. Με στράγγιξε σε χρόνο ντετέ. Κι εσύ με τη Φώφη;
- Γάμα τα!! Μου βγήκε καβλοσλούρπακ. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Ξανά μόνο με βετεράνο.

Βούτυρο Λούρπακ - πριν το περιλάβει η εξαιρετική και το λιώσει (από poniroskylo, 06/11/10)Σκέτο σλουρπ. (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified