Κυριολεκτικά σημαίνει: «Κόβω τον αφαλό ενός νεογέννητου».

Χρησιμοποιείται όπως και τα κόβω το βήχα, του το βουλώνω, για να τονίσουμε το ακαριαίο, αποτελεσματικό της ενέργειας και το δίχως ελπίδα επανάληψης (για τον αφαλοκομμένο) της όποιας μαλακίας του. Ο αφαλοκομένος είχε ξεφύγει από τα όρια και τον έβαλα στη θέση του/έσιαξα (προσοχή μπορεί και να τον έσκιαξα αλλά όχι υποχρεωτικά).

Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, το «αφαλοκόβω» είναι πιο έντονο και ισχυρό, αλλά δεν είναι χυδαίο.

Επίσης χρησιμοποιείται (αν όχι λανθασμένα, σίγουρα καταχρηστικά) όπως και τα γειώνω, στέλνω αδιάβαστο, τον σβήνω (απ' το χάρτη κι όλα τα σχετικά, που όμως ο αφαλοκομμένος έχει υποστεί επιπλέον και μεγάλη προσβόλα.

Το αφαλοκόβω ενέχει την έννοια πως ο αφαλοκομμένος συμπεριφέρεται σα μωρό παιδί που το επαναφέρεις στην τάξη, οπότε τι νόημα έχει η προσβόλα;

  1. - Μπορείς να μου 'ξηγήσεις πώς από μουνί το 'κανε λόχο σε χρόνο ντετέ; - Εμ θέλει τρόπο κι όχι κόπο μεγάλε. - Δηλαδή; - Έριξε δυο - τρία γερά γαμοσταυρίδια, καραγκάζωσε κανά δυο μπουμπούκια αμύριστα και τους αφαλόκοψε όλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified