Από το μανούρι + μανάρι. Μόνο για νεαρές γυναίκες. Τονίζεται η τρυφερότητα της ηλικίας και το αθώον της ύπαρξης, αλλά σίγουρα δεν μιλάμε για παρθένα. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κόμματο.

- Τι μανουρομάναρο ειν' αυτό ρε πούστη μου!! Καλόγερο κολάζει!!
- Για καλό δεν ξέρω, αλλά για γέρο... Μάζεψε τα σάλια σου, παλιοπαιδέρα.

βλ. παρομοίως και μανουλομάνουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified