Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..

Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.

Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.

Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.

Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.

  1. - Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.

  2. Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.

  3. - Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.

  4. Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified