Προπηλακίζω, προγκάω, κυνηγάω, διώκω, αποβάλλω, πετάω έξω κακήν κακώς κάποιον η κάποιους.

Επίσης και παίρνω με τα φκιάρια.

Οι δυο χαρτοκλέφτες στο νησί.
- Μη μου μιλάς, γιατί θα μας πάρουν με τα φτυάρια, αν μας μυριστούν οι ντόπιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified