Συνήθως συντάσσεται με το ρ. «κάνω» ή «παριστάνω», και σημαίνει προσποιούμαι τον ανήξερο/αδιάφορο, κάνω τον Κινέζο ή τον Αλέκο, ποιώ την πάπια (ή νήσσα), ή ακόμη «το παίζω τρελίτσα».

Καλά, αν δείτε κανέναν διαρρήκτη το βράδι σπίτι σας, κάντε τον ψόφιο κοριό και αφήστε να σας βουτήξει ό,τι βρει... Καλύτερο από το να πάτε γυρεύοντας για καβγά μαζί του. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published