Τρόπος χρήσης της κοκό, εισπνοή από την μύτη.

Μου 'πε για τους 7 νάνους που ήπιαν μύτους την χιονάτη.

(απόσπασμα από hip-hop τραγούδι «Παραμυθάκι» του Θανάσιμου, δίσκος: Ε-13)

(από LoNas, 21/06/11)(από Vrastaman, 21/06/11)

Βλ. επίσης μύτινγκ, ρουθουνιά, μυτιά, σνιφάκι, καπακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος ποδοσφαιρικός όρος για το υπερβολικά δυνατό σουτ που γίνεται με την την «μύτη» του παπουτσιού. Συνήθως λαμβάνει χώρα σε ανεπίσημους ερασιτεχνικούς αγώνες, σε αλάνες ή σε 5Χ5 πλέον.

Σαν αποτέλεσμα έχει συνήθως άμεσο ή έμμεσο (σε περίπτωση που η μπάλα βρει σε σταθερό σημείο και εξοστρακιστεί) τραυματισμό με οδυνηρά αποτελέσματα.

Με λίγα λόγια είναι σουτ και όποιον πάρει ο χάρος. Μπορεί να γίνει και με κλειστά μάτια κάτι που καταδεικνύει την πρόθεση του παίκτη όχι τόσο να βάλει γκολ όσο να στείλει συμπαίκτη σε νοσοκομείο.

Συνώνυμα: ξερό, τσαρούχι, ματσόλα, καραβολίδα, κωλομύτι κ.α..

Ρε συ Αριάδνη, τι μύτος ήταν αυτός;! Είπαμε να σε παίξουμε αλλά εσύ θα σκοτώσεις κανένανε!

Alpha Romeo Mito (από allivegp, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified