Ενώ φαινομενικά είναι επίθετο, πρόκειται για ουσιαστικό που απαντάται στις φράσεις «κάνω (καμιά) ψαχτική» ή «κάνω τις ψαχτικές μου».

Είναι συνώνυμο του τσεκάρω, κάνω αναγνώριση, βλέπω τι παίζει, και στη δεύτερη φράση δηλώνει μια πιο σοβαρή έρευνα, ή τουλάστιχον πιο μεγάλη χρονικά.

Επίσης και η φράση στην προστακτική «κάνε τις ψαχτικές σου», σημαίνουσα «δες τι παίζει και τα λέμε».

Επίσης, συγκεκριμένα έρευνα από μπάτσους, βλέπε πχ εδώ.

  1. - Πάω κατά κει να κάνω καμιά ψαχτική, να δω τι παίζει με μπάτσους και πώς είναι οι δρόμοι γύρω-τριγύρω κι έρχομαι. Περίμενε εδώ.

  2. - Λέω να πάρω κάνα γκατζέτι να ακούω μουσική στο μετρό. Τι να πάρω εσύ που τα ξέρεις αυτά;
    - Εμ-πι-τρία ή κάναν Άη-ποντ;
    - Για μουπουθρή το λέω, κάνα διακοσάρι το πολύ.
    - Καλά, άσε να κάνω τις ψαχτικές μου και θα σου πω.

  3. - Σε ψήνει κάνα σινεμά το βράδυ;
    - Μέσα, κάνε τις ψαχτικές σου και πε μ'.

  4. (από το λινκ του ορισμού, η ορθογραφία απ' το πρωτότυπο)
    Πέσιμο κα ψαχτική στον Κορυδαλλο από τσέους, τους ειχαν σταματίσει εν κίνηση, ψαχνανε αυτοκίνητο και επιβάτες, το νου σας. Γινετε ψιλοχαμος απο μπατσους σε Νικαια Κορυδαλλο.

Α.Μ.Α.Ν. (στην αγγελία απ\' το 1:44 και μετά) (από vikar, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified