Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω. - Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο! - Σέβομαι...
Got a better definition? Add it!
Published 2008-01-20 10:25:39+00:00 Last modified 2015-06-12 12:54:04+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.