Δροσερός η και δροσερό αγόρι ονομάζεται χαρακτηριστικά το άτομο του οποίου το αναπαραγωγικό όργανο αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο και απλά κρέμεται. Δροσιά, διότι αυτά τα καλλιεπή αγόρια εκπέμπουν μια αβρότητα με τους κομψούς και ανάλαφρους τρόπους τους, σαν ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι. Οι «δροσεροί» συχνάζουν στο Γκάζι, σε σάουνες, στο μαγκαζέ και ενίοτε εργάζονται σαν οικοδεσπότες σε οίκους ανοχής.

  1. Φίλος σε φίλο:
    - Καλά, μαλάκα, χθες βγήκα με τον Πολύκαρπο για καφέ και με κοίταζε σαν ξερολούκουμο. Μιλάμε είχε πάθει σιελόρροια! Μάλλον είναι δροσερός!

  2. Σε τηλεφωνική συνομιλία:
    - Πού να πάμε; Καζάρμα; Εκεί είναι τίγκα στα δροσερά αγόρια! Ρε, μήπως είσαι δροσερός κι εσύ; Έπρεπε να το καταλάβω όταν σε είδα τσίτσιδο πάνω στον Βαγγέλη και μου είπες ότι κάνατε ελληνορωμαϊκή!

  3. Και μεταφορικά:
    - Ρε Γιαννάκη, κόψε τη γκρίνια... σα δροσερός κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified