Λέγεται υποτιμητικά για τον άμπαλο, τον ατάλαντο παίκτη ποδοσφαίρου, του οποίου οι ικανότητες στο τόπι θυμίζουν περισσότερο κοτοπουλά παρά ποδοσφαιριστή. Η έκφραση αυτή συχνά συνοδεύεται και από το απαξιωτικό χου ρε! όταν πάει η μπάλα στα πόδια του προκειμένου να τρομάξει και να την πουλήσει στον αντίπαλο.

Ο κοτοπουλάς εντός γηπέδου επιδίδεται σε ποικίλα ποδοσφαιρικά βιρτουόζικα τρικς όπως: να δίνει ύψος στη μπάλα χωρίς λόγο, να κάνει κεφαλιές με το σβέρκο, να πέφτει για μπέναλντυ με το πρώτο φτέρνισμα του αιόλου και να κόβει την καριέρα του αντιπάλου.

Ένας κοτοπουλάς είναι συνήθως αμυντικός στο επάγγελμα, ψηλός και ατσούμπαλος, με αξυρισιά. Ίσως ο Γιώργος Κολτσίδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

  1. - Ρε κοτοπουλάαααα, εσύ με το πέντε, φύγε απ' τον ασβέστη βρε παλιοτάγαρο!
    (από αγώνα περιφερειακού πρωταθλήματος)

  2. - Ρε πέντε κοτοπουλά! Πρόσεχε, θα πάθεις κάνα εγκεφαλικό!
    (από τον ίδιο αγώνα)

(από Olisadebe, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χρησιμοποιούμε την παρακάτω σημασία της λέξης αυτής, χρησιμοποιούμε συνήθως τη θηλυκή βερσιόν (ξεβρακοκέφαλη).

Η ξεβρακοκέφαλη λοιπόν, ορίζεται ως το αγενές και ξεδιάντροπο ξέκωλο, το αμόρφωτο, αυτάρεσκο και ψωνισμένο πουτανάκι, η Ελλεεινίδα, αυτή που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ' τη μουνάρα της και η ματαιοδοξία της κάνει παρέα σε στρωματοσωρείτες, γι' αυτό και ο όρος, εκτός από το προφανές της ημιγυμνίας, εμπεριέχει και μια αρνητική κάπως έννοια.

Πολύ συχνά η ξεβρακοκέφαλη δίνει προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να επεκτείνει το fan club της, τους γνωστούς σε όλους και χαμερπείς λιγούρηδες.

Η προέλευση της λέξης με τη δεδομένη σημασία θρυλείται ότι προέρχεται από τον Ηλία το νοικάρη (αγνώστων λοιπών στοιχείων).

  1. - Πού θα πιατσάρουμε σήμερα;
    - Πάμε Γκάζι;
    - Εκεί είναι τίγκα στις ξεβρακοκέφαλες ελλεεινίδες. Μόνο για το μάτι είναι καλά εκεί.

  2. - ...οπου τιν σταματαο και και τιν βαζο πανο στιν πετρινι ψολαρα μου...εκει ι ξεβρακοκεφαλι πορνι ιποσχοταν ποσ θα με γαμισει αλλα τισ ελεγα ποσ εγο θα τιν πιτσιλισο...! (από μονομαχία του πιτσιλιστή με μεταλλαγμένο, εδώ)

  3. - που τα βρικεσ μορι ξεβρακοκεφαλι τα 100 ραντεβου;πεσ μασ μορι ξινι και ξεδιαντροπι πορνι... (αντιπαράθεση του πιτσιλιστή με ξεβρακοκέφαλη πόρνη, (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προεκλογικές υποσχέσεις πηγάζει από μια τάση που έχουν ελάάάχιστοι πολιτικοί, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού εδώ που τα λέμε, να ψεύδονται. Συνήθως δίνοντας υποσχέσεις και μην τηρώντας τες εν τέλει (λεφτά υπάρχουν).

Κατ' αντιστοιχία, και με την απαραίτητη ποιητική αηδία, μπορούμε να το πούμε για κάποιον που άλλα υπόσχεται την Κυριακή, άλλα κάνει τη Δευτέρα, ότι τα λεγόμενά του δεν είναι τίποτα παραπάνω από προεκλογικές υποσχέσεις...

1, Μεταξύ φίλων:
- Και όχι μόνο αυτό. Μου είπε ότι αν πάω το άλλο Σάββατο και την κεράσω άλλα δυο-τρία ποτά, τότε μπορεί να βγούμε και για καφέ!
- Καλά, καλά. Αυτές οι κωλομπαρούδες όλο προεκλογικές υποσχέσεις είναι...

  1. Επίσης:
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, μου ζητάει γάμους και τέτοια αλλιώς δε μου δίνει ροδέλα...
    - Ε, ξεκίνα κι εσύ τις προεκλογικές υποσχέσεις. Άλλωστε, ο τάξας ποτέ δεν έχασε, ο δώσας πάντα χάνει.

(από Khan, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταλλαγμένα ονομάζουμε τις γυναίκες με εκπληρωμένες... τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Ένα μεταλλαγμένο μπορεί να μην είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Αρκετά κρατάνε το παλιό «υδραυλικό σύστημα» το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον ως εργαλείο δουλειάς στο να μεγαλώνουν την πρωκτική διάμετρο δροσερών αγοριών, τα οποία αναζητούν μεταλλαγμένες συνευρέσεις έναντι αδράς αμοιβής. Παρ' όλο που δεν έχει τυπωθεί σχετικό ΦΕΚ, η τελευταία κατηγορία, αυτή των μερικώς μεταλλαγμένων εντάσσεται στην ευρύτερη των μεταλλαγμένων de facto, με κάποιες τετριμμένες γραφειοκρατικές διαφορές.

Τα μεταλλαγμένα συναντώνται στον πολυσύχναστο δρόμο της Συγγρού, στην παράλληλο Δοϊράνης, στην Λ. Αθηνών (για μερακλήδες), σε studio καθώς και στο Φυλής 99.

Από τα μεταλλαγμένα προέρχεται και η μεταλλαγμένη ηδονή.

Από γνωστό φόρουμ:
Αυτο δεν ηταν σπιτι με μεταλλαγμενα στον 1ο οροφο;
Εκει,αν θυμαμαι καλα, πρεπει να ειδα για 1η φορα τραβελι με προσοντα!!! πηγή

Ομοίως:
και όσοι πηγαίνουν με μεταλλαγμένες όπως και εγώ θέλουμε τα μερακλίκια μας χωρίς αυτό να συμβαίνει ότι είμαι πούστης. πηγή

H Ultron, το πρώτο transexual cyborg στην ιστορία της Μαρβελιάς. (από Khan, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύς κόσμος ακούγοντας τον χαρακτηρισμό ευαισθητοκαύλης φαντάζεται κάποιον με ευαίσθητο –εύθραυστο– καυλί που κόβεται και με την καρδιά ενός μαρουλιού.

Αν εξετάσουμε την ετυμολογία του θα βρούμε το λάθος στο οποίο υποπέφτει η πλέμπα. Η λέξη αναλύεται σε: ευαίσθητος + καύλες και όχι ευαίσθητος + καυλί. Ως συνέπεια ο ευαισθητοκαύλης είναι αυτός, στου οποίου το πέος γίνεται πολύ εύκολα η αιμάτωσις με αποτέλεσμα να σηκώνεται πλειστάκις κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Την αιμάτωση αυτή, που δεν έχω το χώρο να την εξηγήσω επιστημονικά, στο πέος του ευαισθητοκαύλη μπορεί να την προκαλέσουν διάφορα τετριμμένα πράγματα, όπως ένα απαλό γυναικείο χάιδεμα στον κάβαλο, η τηλεθέαση της «μόδας» στα πρωϊνάδικα και διάφοροι παράξενοι συνειρμοί που καταλήγουν στο πονηρό. Γυρνάει σπίτι και έχει να φάει π.χ. ψαρόσουπα, οι σκέψεις του: ψαρόσουπα → κηδεία κοράκια διαιτητές παράγκα γύφτοι Σαλέας → κλαρίνο ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ... Αυτό ήταν –από μια ψαρόσουπα του σηκώθηκε.

Ένα πιθανό συνώνυμο είναι το ευαισθητοπούτσικο. Ωστόσο δεν αποσαφηνίζεται η σημασία του.

  1. Μεταξύ μπουρδελιάρηδων:
    — Πήγατε Φυλής 65;
    — Ναι, η Αμαλία ήταν. Μόλις βγήκε στο σαλόνι μάλιστα μου κωλοτρίφτηκε λίγο και καύλωσα!
    — Πώπω ρε παιδάκι μου! Τι ευαισθητοκαύλης είσαι;!

  2. Διάλογος Σαρκοζί - Μέρκελ:
    — Νικολά, μου λες πως θα πείσουμε τον Μπερλουσκόνι να μειώσει τους μισθούς; Θα μας πάρει στο βραστό!
    — Μη φοβάσαι φράου Αγγέλα. Θα του πλασάρουμε καμιά ανήλικη από δίπλα και σούξου-μούξου θα τον πείσουμε. Αφού ξέρεις τι ευαισθητοκαύλης είναι του λόγου του.

Η αιτία για τα συνεχή πανωσηκώματα (από GATZMAN, 27/03/11)

Δες και -καύλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εφηβικό χύσιμο, παρότι εφηβικό, χρησιμοποιείται από ενηλίκους και είναι συνώνυμο της πρόωρης εκσπερμάτισης (που λέει και ο Ασκητής), όχι απαραίτητα ελέω προβλήματος, αλλά και λόγω ανυπέρβλητης καύλας ή μακρόχρονης σεξουαλικής ξηρασίας όπου το σπέρμα έχει μετατραπεί σε μπετόν αρμέ -τύφλα να' χει η ΤΙΤΑΝ. «Εφηβικό» διότι σε αυτές τις ηλικίες το υγρό πυρ εξέρχεται από την κρεάτινη δεξαμενή του αυτοβούλως και τηλεπαθητικά, ενίοτε και χωρίς καμία επαφή (βλ.ξεροχύσιμο).

  1. Μεταξύ φίλων:
    - Την πήγα που λες σε ένα ξενοδοχείο-γαμιστρώνα εκεί στην Ομόνοια και μου άρχισε ένα τσιμπούκι φίλε, πήγε να μου ξεκολλήσει η βάλανος! Ε, το εφηβικό χύσιμο ήταν αναμενόμενο..

  2. Μεταξύ καθηγητών πανεπιστημίου:
    - Η νεαρά κορασίς παλεύει σθεναρά για το βαθμό της. Επιδίδεται συχνά σε πεολειχία ερήμην λαστιχένιων εμποδίων...
    - Μα τι λέτε; Και αρέσκεστε σε αυτό;
    - Φίλτατε, ομιλούμεν περί εφηβικού χυσίματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δροσερός η και δροσερό αγόρι ονομάζεται χαρακτηριστικά το άτομο του οποίου το αναπαραγωγικό όργανο αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο και απλά κρέμεται. Δροσιά, διότι αυτά τα καλλιεπή αγόρια εκπέμπουν μια αβρότητα με τους κομψούς και ανάλαφρους τρόπους τους, σαν ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι. Οι «δροσεροί» συχνάζουν στο Γκάζι, σε σάουνες, στο μαγκαζέ και ενίοτε εργάζονται σαν οικοδεσπότες σε οίκους ανοχής.

  1. Φίλος σε φίλο:
    - Καλά, μαλάκα, χθες βγήκα με τον Πολύκαρπο για καφέ και με κοίταζε σαν ξερολούκουμο. Μιλάμε είχε πάθει σιελόρροια! Μάλλον είναι δροσερός!

  2. Σε τηλεφωνική συνομιλία:
    - Πού να πάμε; Καζάρμα; Εκεί είναι τίγκα στα δροσερά αγόρια! Ρε, μήπως είσαι δροσερός κι εσύ; Έπρεπε να το καταλάβω όταν σε είδα τσίτσιδο πάνω στον Βαγγέλη και μου είπες ότι κάνατε ελληνορωμαϊκή!

  3. Και μεταφορικά:
    - Ρε Γιαννάκη, κόψε τη γκρίνια... σα δροσερός κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που υποδηλώνει την λήψη γεύματος, πρωτεϊνούχου ροφήματος, ή και λοιπών, πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, αγαθών, με αυστηρά αποκλειστικό σκοπό την καύση τους στο κοντινότερο γυμναστήριο. Το ρήμα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από χτιστούς.

  1. Μεταξύ χτιστών:
    - Είσαι σίγουρος ρε ότι μπορείς να βαρέσεις δέκα με τα εικοσπεντάκιλα;
    - Ναι αμέ, έχω κουμπώσει μια πρωτεϊνούλα άλλο πράμα! Τα σηκώνω λες και είναι κατοστάρικα στο δρόμο!

  2. Ομοίως:
    - Σταυράρα σε βλέπω χτισμένο. Ποιο είναι το μυστικό σου;
    - Ε, τώρα τελευταία κουμπώνω κοτόπουλο με ρύζι και αρκετές μπανάνες.

  3. Μπαμπάς χτιστός και το παιδί του:
    - Κούμπωσε αγοράκι μου την φρουτόκρεμά σου να γίνεις χτιστός σαν το μπαμπά!
    - Αγκού! Μιαμ μιαμ!

(από Olisadebe, 26/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified