Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.
Συγγενές: παθαίνω λαλά.
Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.
Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.
Συγγενές: παθαίνω λαλά.
Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.
Got a better definition? Add it!