Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.

Συγγενές: παθαίνω λαλά.

Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Μαλάκααα! Έτυχε να γνωρίσεω χθες σε ένα σπίτι το Λίλιαν... Τι'ν'τούτο ρε, έχω πάθει τη μούνα μου λέμετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified