ψειρίζω σημαίνει κοιτάω όλες τις λεπτομέρειες σε σημείο ψυχαναγκασμού

- Έλα ρε άρχοντα; Τι λέει;
- Να μόλις βγήκα από την διόρθωση. Με πέθανε στις παρατηρήσεις. Μέχρι και τα κόμματα μου διόρθωνε!
- Πω! Μου το είπανε ότι είναι ψειριάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιτραπέζια αντισφαίριση (πιγκ-πογκ), ψείρα (chop) καλείται το κοφτό χτύπημα με φάλτσα που μετά την αναπήδηση του μπαλαq, το φέρνουν προς το φιλέ. Η ψείρα είναι αντιθεαματική σε σχέση με ένα καρφί (διαγώνιο ή στην ευθεία) και δείχνει αμυντικό, επιφυλακτικό και καιροσκοπικό παίξιμο. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και σαν την πουστιά του αθλήματος.

Ψειριάρης λοιπόν, είναι ο παίχτης που κάνει κατάχρηση της τεχνικής του χτυπήματος-ψείρα και προκαλεί την απαρέσκεια των θεατών, οι οποίοι, μη αντέχοντας άλλο, τον απειλούν ότι θα τον ψεκάσουν με ψειρόσκονη.

- Γαμώ τις ψείρες του, πάλι το κέρδισε το σετ με σόρυ ο ψειριάρης, το βρωμόχερό του μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified