Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified