Ο όρος στεγνά κι ασάλιωτα εκφράζει τον εσπευσμένο αλλά και διεκπεραιωτικό τρόπο ολοκλήρωσης μιας πράξης.

Εμπνευσμένο από την σεξουαλική πράξη (συνώνυμο: έριξα έναν κρύο), αλλά πια χρησιμοποιείται και σε ευρύτερους τομείς της καθημερινότητας. Η κυριολεκτική του απόδοση έχει να κάνει με την μη ύγρανση της ευαίθητης περιοχής είτε με φυσικό τρόπο (ερεθισμός), είτε με τη γλώσσα του παρτενέρ, είτε με κάποιο λιπαντικό τη στιγμή της διείσδυσης του ανδρικού μορίου.

  1. - Μαμά, γιατί σου κόψανε την σύνταξη;
    - Έτσι, στεγνά κι ασάλιωτα, παιδί μου.

  2. - Τελικά το κάνατε, Σουζάνα;
    - Στα γρήγορα, Μπρίτζετ μου. Στεγνά κι ασάλιωτα.

(από Khan, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified