Άπληστος, αχόρταγος, πλεονέκτης (και αντιστοίχως ταμάχι ή απληστία).
Από το τουρκικό tamahkâr αραβοπερσικής προέλευσης (λ. εδώ).
- Λοιπόν, ο Φαυλόπουλος λέει ότι σου έραψαν ένα κουστούμι 300.000 Ευρώ. Μπορούνε να το μαγειρέψουνε, να πάει το φύλλο ελέγχου στις 150.000, να δώσεις 75.000 σ’ αυτούς και να συμβιβαστούμε στις 75.000. - Εκατόν πενήντα χιλιάδες; Καταστράφηκα. - Τι να κάνουμε; Ο Έφορας είναι ζόρικος, δεν πάει παρακάτω, έχει λέει παιδιά να σπουδάσει. - Στους γιατρούς να τα φάνε, καρκίνο στον κώλο να βγάλουνε οι ταμαχιάρηδες!