Ο παίκτης που μένει πάντα στον πάγκο και δεν παίζει. Γενικά αυτός που παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει πουθενά, αλλά τον έχουν όλοι κλασμένο.

Ντάξει μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά ήταν βασικά παγκίτης, δεν έκανε και τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ποδόσφαιρο, ο παίκτης που δεν παίζει αλλά παραμένει στον πάγκο.

Κυρίως απαξιωτικός χαρακτηρισμός για παίκτες που δεν το 'χουν, είναι παλτά και γι' αυτό ο προπονητής δεν τους βάζει να παίξουν. Ή δεν θα έπρεπε να τους βάζει.

Παγκίτης όμως είναι και ο παίκτης που δεν έπαιξε σε κάποιον συγκεκριμένο αγώνα για άλλους λόγους, π.χ. λόγω τραυματισμού ή επειδή ο προπονητής του τον προστατεύει εν όψει σημαντικότερης αναμέτρησης. Επίσης είναι και ο παίκτης που ξεκίνησε στον πάγκο αλλά μπήκε στο παιχνίδι ως αλλαγή.

1α. Από εδώ:

CB: Cante (gia mena apo auta pou exw akousei fenetai kali periptwsi kai oxi pagitis se sxesi EIDIKA me auton ton videokaseta to sarriegi)

1β. Από εδώ:

akraia back(holebas-modesto) oute gia protathlitismo vita ethnikis...oi metaggrafes tou valverde DEN(ourtado mono gia pagitis dil trito haf k fouster se mia pliri 11ada mono k afto ipo sizitisi...)

2α. Από εδώ:

Παγκίτης και πάλι ο Μπέκαμ. «Αισθάνομαι μεγάλη απογοήτευση όποτε δεν μπορώ να παίξω. Αλλά δουλεύω σκληρά ώστε να επιστρέψω όσο γίνεται πιο σύντομα» [σ.ς. είναι τραυματίας]

2β. Από εδώ:

Ανετη επικράτηση του Εργοτέλη επί της Κέρκυρας με 3-0, σπουδαίο παιχνίδι από τον «παγκίτη» Βερπακόφσκις.

Got a better definition? Add it!

Published