Το γκομενάκι.

- Μάριε, Αντώνη... Που πάτε τέτοια ώρα;;;
- Πάμε για πιπίνια, μάνα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποχρεωτικό φύλλο (ή ομάδα φύλλων) στην πόκα.

Λέγεται και καπέλο.

- Το κόλπο είναι τρεις μπόμπες τριολέτες με πιπίνι.
...
- Ανοίγουμε τρία.
- Μέσα.
- Τα βλέπω.
- Πάσο.
- Ρέστα, ταπί και ψύχραιμος.
...
- Φτουύ!
- Τι έπαθες;
- Ορίστε, έχω φουλ του άσσου με παπάδες και μου βγαίνει με καρέ του έξι;;;... ΣΤΟ ΠΙΠΙΝΙ;!!!

(Εμπνευσμένο από το Made in Greece του Χάρρυ Κλύνν. Δες μήδι στο 5:23 έως 7:21)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.

Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!

Σχετικά: παστάκι, παστάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified