Το άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον του να μαζεύει τις μπάλες που φεύγουν από τον αγωνιστικό χώρο διαφόρων παιχνιδιών και να τις επιστρέφει πίσω στο γήπεδο. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για άσχετους ποδοσφαιριστές ή καλαθοσφαιριστές. Η χρήση του θηλυκού γένους και για τους άνδρες καθιστά την έκφραση περισσότερο υποτιμητική.

Άντε ρε το γίδι που θέλει να παίξει και στη βασική! Μπαλομαζώχτρα τον είχαμε στη Λιβαδειά και μας έγινε φίρμα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified