Συνηθέστατη βρισιά ότι κάποιος είναι πούστης, και όχι με την καλή έννοια, αλλά με την έννοια του πονηρού, του «άνανδρου», του μη γενναίου και ό,τι υβριστικό.

Βλ. και τα νεφρά μου παλιόπουστα.

  1. Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. (Εδώ).

  2. εχε χαρη ρε παλιοπουστα,κολοτουρκαλα,που εχουμε κοτες κυβερνησεις. (Εδώ).

  3. Αναρωτιέμαι, και την ίδια στιγμή δεν αναρωτιέμαι, τι σημαίνει επαναστάτης σήμερα: αυτός που απεργεί απειλώντας τον εργοδότη «παλιόπουστα θα γίνεις φλαμπέ» (Εδώ).

Σαν να ἐχει δίκιο ο Πρόεδρος... (από Khan, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published