Θα ήταν φυσικό να είναι και ο ομοφυλόφιλος που επιδίδεται σε στοματικό σεξ ή επιζητεί έστω το στοματικό σεξ με επιβήτορες παρόλο που είναι βρώμικος ψυχικά / σωματικά. Η λέξη εν μέρει αυτό σημαίνει, αλλά προήλθε και από φαντάρους της Αεροπορίας Στρατού που, ως γνωστόν, είχαν το λεγόμενο βύσμα-τσιμπούκι και τα κανόνιζε όλα για εκείνους δωρικά και τηλεφωνικά! Βρωμοτσίμπουκας ήταν εκείνος που με υποχθόνιο τρόπο κανόνιζε βυσματικές-τσιμπουκωτές άδειες με το βύσμα / τσιμπούκι του. Γινόταν αντιπαθής από τα υπόλοιπα βύσματα πολύ σύντομα, σαν επακόλουθο.

- Ρε είδες το κωλόψαρο που πήρε 7ημερη τσιμπουκωτή;
- Άντε μωρέ με τον βρωμοτσίμπουκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified