John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Πάσης φύσεως αυθεντία, χρησιμοποιείται και ειρωνικά. Ο γαμώ και δέρνω και λογαριασμό δε δίνω, ο όλα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω, με μια επίφαση ελληνοαμερικανικής καταγωγής που επιτείνει τον (αυτο)σαρκασμό.

  1. (Έχοντας δείρει τον Τσακ Νορρις:)
    - Μα, καλά πλέον, ποιος είμαι, ο Τζον Φυστίκης;

  2. (Ή, επί το ειρωνικό:)
    - Ώπα ρε Τζον Φυστίκη, άραξε. Μια μπύρα άνοιξες, σιγά το κατόρθωμα.

Τζον Φυστίκης εν δράσει. Βλ. 4.00 και μετά. (από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Ένας οποιοσδήποτε Ελληνοαμερικανός. Φοράει μεγάλο καουμπόικο καπέλο, μιλάει σπαστά «ελλήνικος» και έχει βγάλει πολλά «ντόλαρς» στο Αμέρικα.

Τζων Φιστίκης: «Εμείς στο Αμέρικα έχομε πιο μεγκάλο κάρο από Ελλάντα. Πολύ μεγκάλο κάρο, πολύ μεγκάλο, χο χο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified