Συνώνυμο του μαλάκας αλλά καθόλου ισοδύναμό του. Χρησιμοποιείται κυρίως από θείες, κυράτσες και μανάδες όταν θέλουν να αναφερθούν απαξιωτικά για κάποιον, αλλά δεν μπορούν να βρουν το σθένος να τον αποκαλέσουν μαλάκα.

Άσε με Χαρίκλεια με τον κυρ Βασίλη στο παντοπωλείο... Πρόκειται περί σαλάκα! Άλλη φέτα μου έδωσε να δοκιμάσω, κι άλλη μου πούλησε...

βλ. και λακαμάς, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified