Η πίτα στον υπερθετικό. Η μέθη στα χειρότερά της.

- Ρε μαλάκα Χάρη, πάλι ήπιες χθες κι έκανες μαλακίες... Τρίτη φορά την έπεσες στην αδελφή μου. - Οχι ρε συ δεν παίζει τέτοιο θέμα... Τα είχα κοπανήσει άγρια σου λέω, όχι πίτα, σπανακόπιτα ήμουν... Μαλακία μου, σόρυ!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζηλευτά αζάρωτο και τεχνηέντως στιλπνόν της επιδερμίδος (κυρίως του προσώπου), που διαθέτει κομψευόμενη υπερβδομηντακοντούτις γριέντζω. Η αψεγάδιαστη αυτή εικόνα παραπέμπει ευθέως σε γύψινο νεκρικό εκμαγείο.

Καλά είδες πώς τραβήχτηκε η Τρέμη; Εκμαγείο η μούρη της!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, πιο ειδικά ο κλασόπουστας, ο οποίος όμως επιμένει στο ασφαλές σεξ.

Τον πέτυχα σου λέω στο Γκάζι μαζί με τον κλασοκαπότα τον Στέφανο να πίνουν πολύχρωμα κοκτέηλς... Ρε λες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος γιος του πατέρα του, ο οποίος έχει εξόχως ομοφυλοφίλικές τάσεις.

- Τα έμαθες; Πήρε υποτροφία για την Αμερική ο γιος του Τάσου!
- Ποιος, ο μικρός;
- Όχι ρε, αυτός ο λελούδιος, ο πρωκτότοκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επιτυχώς τον κακομοίρη.

Μάρκος Λεζές, γνωστός καρατερίστας ηθοποιός, γνωστός για τις αξιολύπητες μούτες καθώς και το κλαψομούνικο ύφος του, που περιέφερε σε πλείστες όσες βιντεοταινίες.

Πάλι σε τούμπαρε ο Βασίλης ρε μάπα; Ήρθε και σου ξανάκανε τον Λεζέ, δήθεν τάχα ότι του ξαναχάλασε η μητρική και πού λεφτά για γήπεδο... Και συ του ξανάδωσες;

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 20/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας αλλά καθόλου ισοδύναμό του. Χρησιμοποιείται κυρίως από θείες, κυράτσες και μανάδες όταν θέλουν να αναφερθούν απαξιωτικά για κάποιον, αλλά δεν μπορούν να βρουν το σθένος να τον αποκαλέσουν μαλάκα.

Άσε με Χαρίκλεια με τον κυρ Βασίλη στο παντοπωλείο... Πρόκειται περί σαλάκα! Άλλη φέτα μου έδωσε να δοκιμάσω, κι άλλη μου πούλησε...

βλ. και λακαμάς, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) σκαρώνω ένα αναπάντεχω κόλπο σε οικεία μου πρόσωπα
β) δεν εμφανίζομαι σε προκαθορισμένο ραντεβού
γ) συνδυασμός των παραπάνω

Ρε μαλάκα Μήτσο, δεν πιστεύω να μας την κάνει μπόμπα ο Ανέστης και να έχουμε φάει όλο αυτό το ψωλόκρυο τζάμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified