Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.

Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.

1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα

2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.

3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη

4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό

Η τελευταία κατοικία του θείου. (από σφυρίζων, 23/05/13)Ο 36χρονος ρώσος βουλευτής Μικαήλ Πακχόμοβ (από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified