Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.
Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.
1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα
2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.
3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη
4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό