Αποδοκιμαστικός χαρακτηρισμός για κάτι που δεν μας αρέσει και είναι Αμερικανικό.

Συνήθως χρησιμοποιείται για ταινίες. Συχνά εκφράζει περισσότερο την αδυναμία διατύπωσης σοβαρού κριτικού λόγου από τον εκφέροντα και λιγότερο κάποιο χαρακτηριστικό του αντικειμένου της κριτικής.

- Πώς ήταν η ταινία;
- Αμερικανιά.
- Δηλαδή;
- Αμερικανιά, σου λέω.

(από Khan, 15/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε το φοβερά κακόγουστο και παρατραβηγμένο, όσον αφορά στην υλοποίηση κάποιου «project».

- Είδες τι έχει φτιάξει αυτός;
- Τι ρε;
- Έχει κοτσάρει μια χέστρα στην καρότσα του φορτηγού ρε φίλε!
- Αμερικανιές...

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι χολυγουντιανές υπερπαραγωγές, με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, φοβερά εφέ, υπέρογκο κόστος παραγωγής και κοινή υπόθεση. Ο κακός που στην αρχή κερδίζει και θα κάνει κακό στις USA, ο ήρωας που περνάει δυσκολίες και δοκιμασίες, και το γνώριμο φινάλε όπου η τάξη αποκαθίσταται μέσα απο εκρήξεις και πυροβολισμούς, οι κακοί χάνουν (ή σκοτώνονται) και ο κόσμος παραμένει ένα ασφαλές μέρος.

-Πήγαμε χτες με τον Στάυρο στο σινεμά και είδαμε μια περιπέτεια. -Καλή υπόθεση; -Τι υπόθεση μωρέ, αμερικανιά ήταν, ό,τι πρέπει για να περάσουν ευχάριστα 2 ώρες.

Δες και αμερικλανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified