Αποδοκιμαστικός χαρακτηρισμός για κάτι που δεν μας αρέσει και είναι Αμερικανικό.

Συνήθως χρησιμοποιείται για ταινίες. Συχνά εκφράζει περισσότερο την αδυναμία διατύπωσης σοβαρού κριτικού λόγου από τον εκφέροντα και λιγότερο κάποιο χαρακτηριστικό του αντικειμένου της κριτικής.

- Πώς ήταν η ταινία;
- Αμερικανιά.
- Δηλαδή;
- Αμερικανιά, σου λέω.

(από Khan, 15/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα υποστούμε δυσάρεστες συνέπειες που δεν προβλέψαμε. Όπως όταν το πέος βάφεται κόκκινο όταν η γυναίκα έχει περίοδο.

Είχαν σορτάρει Ελληνικά oμόλογα αλλά τώρα που τα σπρεντς πέφτουν την έβαψαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψομουνιά ή κλαψομουνία, συνηθέστερο στον πληθυντικό: κλαψομουνίες.

Η γκρίνια και το νάζι για πράγματα που κατά βάθος τα θέλουμε. Κατ' αναλογία με το αιδοίο που «κλαίει» όταν ευχαριστιέται.

  1. - Θα πάμε στο πάρτι;
    - [Μμμ], δεν ξέρω, μήπως είναι ξενέρωτο;
    - Έλα τώρα, άσε τις κλαψομουνίες και πάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified