Συνώνυμο του γύφτος, ευρέως γνωστό στην Θράκη.
- Δες τον κατσίβελο τι φοράει!
- Κατσιβέλια ρε, τι περίμενες;...
Συνώνυμο του γύφτος, ευρέως γνωστό στην Θράκη.
- Δες τον κατσίβελο τι φοράει!
- Κατσιβέλια ρε, τι περίμενες;...
Got a better definition? Add it!
Είναι μια λέξη που σημαίνει το άτομο που κάνει γύφτικη ζωή, αλλά και τον γυφτιάρη τσιγκούνη τού κερατά. Πολύ περιφρονητική λέξη, ιταλικής προέλευσης, από τα χρόνια τής Φραγκοκρατίας, όπου τότε σήμαινε τον σκλάβο, τον δυστυχή.
Λέξη χαμένη μέσα στον χρόνο. Το caci στα σημερινά Ιταλικά δεν υπάρχει ως πρόθεμα τυπικό κι ούτε το cacivel μπόρεσα να βρω.
Στα Ελληνικά λέμε και το «κατσιάζω», που σημαίνει το να μην πολυχαϊδεύεις ένα γατί επειδή θα «κατσιάσει», θα πέσουν οι τρίχες του, θα μαδάει δηλαδή. Gatto είναι η λέξη στα Ιταλικά για την / τον γάτα / γάτο, αλλά σε πολλές περιοχές τής Αχαγιάς (Αχαϊας) κατσούλι λένε γενικά το γατί. Η προφορά μιας λέξης αλλάζει κατά πολύ από μέρος σε μέρος και είναι δύσκολο να βρεις το από που ξεκίνησε μια έκφραση, ιδιαίτερα όταν τα γλωσσικά δάνεια από τη μια γλώσσα στην άλλη μπερδεύονται με τα χρόνια.
Παράδειγμα από τον μεγάλο μας ποιητή Νίκο Καββαδία :
«...Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια...»
(μπόλια = φακιόλι, τσεμπέρι, μαντήλα, γεμενί, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κάποιον που τον έχουν τυλίξει σε κάτι για να μη φαίνεται η φάτσα του)
και λίγο πιο κάτω λέει ο καλός μας μια πιο συνηθισμένη λέξη :
«... Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατοικούν στην Θράκη έχουν καταγωγή από το Σουδάν και άλλα κράτη της Αφρικής. Τους έφερε ο Σουλτάνος σαν υπηρέτες του Τουρκικού Στρατού και ξέμειναν στην πολυεθνική πλέον Θράκη. Το πότε δεν ξέρω, πάντως πολύ πιο πριν από το 1800. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν Τουρκικά. Το ότι είναι μέσα στη μπίχλα, αληθεύει. Και πολύ μάλιστα.
- Ρε συ έχεις κάνα τσιγάρο;
- Τι θα γίνει ρε κατσίβελε, θα πάρεις και ποτέ;
Got a better definition? Add it!
Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.
Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται όπως και το γύφτος.
- Τι είναι αυτό το σπίτι ρε Μάκη; Πώς ζούν έτσι εδώ μέσα στην μπίχλα;
- Γάμσε τα... Σαν τις κατσβελ'...
Got a better definition? Add it!
Published