Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.
Μόλις είδαν τους τούρκους κιότεψαν.
Γυρίστε πίσω ρε κιοτήδες.
Είσαι μεγάλος κιοτής, τράβα μπροστά ρε.
Got a better definition? Add it!
Published 2013-11-30 12:17:12+00:00 Last modified 2013-12-18 08:34:37+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.