Ατενίζω το αντικείμενο ή υποκείμενο του πόθου μου ωσάν ξερολούκουμο και ξεροχύνω από τα μάτια.

Βλ. επίσης: ζαχαρώνω, τρέχουν τα σάλια μου, μουνοσαλιάρης, παθαίνω μουνόπλακα, ό,τι πρέπει για τα κάρβουνα...

Αγγλιστί: to feast one's eyes on something.

1.
Τι Corsa OPC και λοιπά κουβαδάκια... αυτό είναι αυτοκίνητο. Ξερογλείφομαι και δεν είναι για τα κοψίδια (Τσικνοπέμπτη γαρ)...

2.
Τραγουδιστής καρφώνει το βλέμμα του στα οπίσθια της Μαρία Μενούνος και ξερογλείφεται

3.
O Γ.Μπουτάρης ξερογλείφεται για στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Θα του τη δώσει;

4.
ΒΙΝΤΕΟ: Ψάρι επιτίθεται σε γάτα που ξερογλείφεται!

Got a better definition? Add it!

Published