Κουρεμπάτσιας σημαίνει αυτός που είναι κουρεμένος με τη ψιλή. Κουρεμπάτσια σημαίνει όταν κάποιος κουρεύεται με τη ψιλή.

  1. Πώς έγινες έτσι ρε κουρεμπάτσια, πάλι τα πήρες με τη ψιλή;

  2. Τον είδες, έγινε κουρεμπάτσιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified