Κουρεμπάτσιας σημαίνει αυτός που είναι κουρεμένος με τη ψιλή. Κουρεμπάτσια σημαίνει όταν κάποιος κουρεύεται με τη ψιλή.
Πώς έγινες έτσι ρε κουρεμπάτσια, πάλι τα πήρες με τη ψιλή;
Τον είδες, έγινε κουρεμπάτσιας.
Got a better definition? Add it!
Published 2014-01-11 20:52:28+00:00 Last modified 2014-02-12 08:27:15+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.