Η πουτσανάφτρα ή καντηλανάφτρα, δηλαδή το προκλητικό πορνίδιο- καυλοράπανομιλφίδιο ανάλογα με τα γούστα), που προκαλεί άμεση στύση στους άντρες (λ.χ. με εμφάνιση- ντ(γδ)ύσιμο- νάζια- φλερτ). Ή σε πιο εξειδικευμένες χρήσεις του όρου μπορεί να είναι η ανάφτρα (ορισμός Cunning Linguist), δηλαδή η γυναίκα που ανάβει έναν άντρα παίζοντας με το μυαλό του με προκλητικό φλερτ μόνο και μόνο για να καλλιεργήσει τον ναρκισσισμό της και την αίσθηση εξουσίας της, και μετά αφού τον άναψε τον αφήνει σύξυλο, ή η ανάφτρα (ορισμός Pirate Jenny) δηλαδή η fluffer σε τσόντες.

1. ασε τα οχι μικρη ψωλαναφτρα και εσυ

  1. Ορισμός της (ψωλ)ανάφτρας εδώ:

Φοράει ψηλά τακούνια.
Δεν μιλάει, νιαουρίζει.
Όταν θέλει κάτι κολλάει το στήθος πάνω του καi παίζει με τα μαλλιά της ή τον γιακά του ή την γραβάτα του.
Γενικά παίζει.
Νομίζει ότι είναι σέξι - και μπορεί να είναι μερικές φορές, αλλά κυρίως έχει μπερδέψει το σεξ - απίλ με την ομορφιά και το σεξ με την συμπάθεια.
Γενικώς είναι λίγο ψώνιο, δεν υπολογίζει ούτε τις γυναίκες άλλα ούτε και τους άντρες.
Παντού υπάρχει μια, είναι αυτή που ενώ μιλάτε χαλαρές στην παραλία, θα ρουφήξει το στομάχι της και θα πετάξει το στήθος της διακόπτοντας κάθε συζήτηση, μόλις εμφανιστεί αρσενικό στα 100 μέτρα. Είναι αυτή που μιλάει και πετάει τα μαλλιά της στο πλάι με μια κίνηση κεφαλιού και που βάζει ότι πιο προκλητικό trashy outfit υπάρχει. [...]
Στην αρχή γέλασε και ενώ έφτιαχνε το μολύβι στα μάτια της, μου είπε ότι « αφού δεν κάνω τίποτα και το ξέρεις, ποιο είναι το πρόβλημα με το να φλερτάρω;»
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν ήταν φλερτ, αλλά δούλεμα κανονικό. Στο φλέρτ δυο άνθρωποι αλληλο-σαγηνεύονται και γοητεύονται χρησιμοποιώντας και το σώμα αλλά και το μυαλό τους. Υπάρχει κάτι που πλανάται, που δεν λέγεται. Το να κολλάς τα στήθη πάνω σε κάποιον και να του λες «Παίρνω τις καλύτερες πίπες.» -δεν είναι φλερτ.
Με κοίταξε τσαντισμένη από τον καθρέφτη.
«Αφού είναι παντρεμένος, ξέρεις ότι δεν είμαι σαν την ξαδέρφη μου, δεν θα κάνω τίποτα.»
«Αυτό που κάνεις είναι πιο ανήθικο!» Δαγκώθηκα.

Σκηνή από τον ινδουιστικό ναό του Khajuraho στην Ινδία. (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published