Σκωπτικός και αρκούδως λολαδερός χαρακτηρισμός για χρυσαύγουλα, εκ του «Χ.Α.» και του αυγά.

Βλ. επίσης: εγέρθουτου, κασιδιάζω, ναζιάρης, σκινάς, χρυσά αυγά, χρησοί αβγύ.

1.
Άκουσα το χάβγουλο βουλευτή Κουκούτση να παραπονιέται επειδή είναι υποχρεωμένος να κυκλοφορεί με το Μερσεντές που του παραχώρησε η Βουλή και καίει πολλή βενζίνη και δε βγαίνει οικονομικά.

2.
Γιάννης Πλούταρχος... το καλύτερο παιδί, που γουστάρει τα ΧΑβγουλα.

3.
Κανένα χαβγουλο δεν φοράει παντελόνια

4.
ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΟ ΟΥΓΚΑΝΟ. ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΧΑΒΓΟΥΛΟ

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified