Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.
''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!
Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.
''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!
Got a better definition? Add it!