Από το ρήμα «φασώνομαι». Μπαίνω σε φάση ερωτικών περιπτύξεων.

Ο λόγος που το προσθέτω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό φάσωμα, είναι επειδή αυτό γίνεται μόνο μεταξύ δυο ατόμων που δεν έχουν ήδη σχέση.

- Έμαθα πέρασες καλά χτες στο παρτάκι;
- Φασώθηκα με τον Γιώργο ρε, αφού σου το 'χα πει ότι τον είχα βάλει στο μάτι.

(από perkins, 06/06/10)φασσώθηκε ο δολοφόνος (από perkins, 06/06/10)Εταιρία πλαστικών Fasoplast (από allivegp, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλωσσόφιλο, το μπαλαμούτιασμα, το αλληλοχούφτωμα και τέτοια.

- Αυτό δεν ήταν πάρτυ μασκέ, πάρτυ σε μπουρδέλο ήταν... Έπεσε φάσωμα σου λέω! Όλοι πήγαν με όλους!

Εκ του κάνω φάση. Βλ. και μπαλαμουτιάζω, χαμουρεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified