Μουνόμορφος, μουνοπρόπσωπος.

Τριτόκλιτο κατά το Αιθίωψ, πρεσβύωψ, κλπ.

- Τι τρέχει μ' αυτό το μαλάκα κι' έχει μια φάτσα σαν μουνί κλαμένο;
- Μπα τίποτα, είναι από φυσικού του αιδοίωψ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified