Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κατανυκτικής γενετησίας μακαριότητας.

Λυρικότατη λεξιπλασία του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι (...) Ναι, ήταν μια θαυμάσια σκηνή και ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα εκεί, για να την παρακολουθήσω, ή, μάλλον, για να την απολαύσω, σαν αλληλέγγυος με τους δυο γαμοπαρμένους μπρος μου, φλεγόμενος οπταστής.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 65-66).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως φλεγόμενος οπταστής τε και φωτογραφίζων. (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified