Ο λάτρης / η λάτρις του πέοντος εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...πλην των βαθέων αναστεναγμών του ηδονιζομένου ανδρός και του μικρού υγρού θορύβου που έκαμνε η εργαζομένη επί του χονδρού καυλού γλώσσα της ψωλοφίλου κόρης, τίποτε άλλο δεν ηκούετο.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 15, σελ. 102)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified