Μικρός λοστός που χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαρρήξεως από τoυς μπουκαδόρους.
- Ό καρακούτσος είναι μιά κοντή καί γερή σιδερόβεργα πού καταλήγει σέ ακρη πεπλατυμένη, έλαφρως κυρτή καί διχαλωτή - χρησιμεύει γιά τήν παραβίαση θυρών.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44.)
- Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.
(Χότζουλας, εδώ)
Βλ. και σκύλα.