Selected tags

Further tags

  1. Εκτέλεση συμβολαίου θανάτου από χίτμαν. Στα καθ' ημάς το βρίσκω μόνο στο Μικρό Ψάρι του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, οπότε δεν ξέρω τι παίζει και αν πρόκειται για απ' ευθείας μεταγραφή του αμερικάνικου γκανγκστερικού to paint houses = βάφω σπίτια, εννοείται με το αίμα των θυμάτων μου (αυτός ρε, όχι εγώ, κόφτε τις μαλακίες μη βρω κάνα μπελά στα καλά του καθουμένου). Λοιπόν έχουμε και λέμε: Το βιβλίο είναι του 2004, το ελληνικό έργο του 2014 και το αμερικάνικο του 2019, οπότε τα συμπεράσματα δικά σας. Τεσπα, όπως είπα δεν το έχω βρει αλλού στο ιντερνέτι, συνεπώς θα σας επιβεβαιώσω το εάν και κατά πόσον είναι όντως σε χρήση στον ντόπιο υπόκοσμο όταν με το καλό οργανώσω την πρώτη μου δολοφονία. Μέχρι τότε έρρωσθε, νηστεύετε, προσεύχεσθε. Και αγρυπνείτε. Θα έρθω σαν την ημέρα του Κυρίου, όπως ο κλέφτης τη νύχτα.

  2. Αναγραφή συνθημάτων ή δημιουργία γκράφιτι σε τοίχους. Το βρίσκω στην τελοσπάντων αναρχοαυτόνομη αργκό και σε αυτή των γκραφιτάδων.

Βάψιμο (στο 4:23), μπογιατζής (στο 5:19), το πινέλο στο νερό (στο 31:30, 33:43).

Ανάληψη ευθύνης για αντισπισιστική δράση με βάψιμο και φθορές

Βάψιμο & στένσιλ για τη δολοφονία του Εμπουκά

Παρέμβαση με βάψιμο συνθημάτων στο γεωπονικό

Από το νέτι.

Οι ελληνικοί όροι που περιγράφουν εν μέρει το γκράφιτι είναι τοιχογράφημα, ακιδογράφημα. Στην αργκο των γκραφιτάδων η πράξη του να κάνεις γκράφιτι λέγεται συνήθως "βάψιμο".

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λένε στην αργκό των φυλακισμένων τις φυλακές ανηλίκων.

15 χρονώ έσπρωχνε ρούχλα στη Γκράβα, κατέληξε στα ανήλικα.

Φυλακές ΑνηλίκωνΦυλακές Ανηλίκων

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συγκρατούμενος που κατοικεί στο ίδιο κελί με έναν άλλο, σαν συγκάτοικος. Δύο κρατούμενοι στο ίδιο κελί ενδεχομένως να είναι και τακίμηδες μεταξύ τους.

Ο Ευγένιος είναι ο μόνος συγκελίτης μου από τότε που οι μπάτσοι κρέμασαν τον Αστρίτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ἤ μανιτάρι

σλανγκασίστ ἀπὸ sceptic (λῆμμα μανίτες)

Παρωχημένη σλὰνγκ/ἀργκὸ τοῦ ὑποκόσμου τῆς προπολεμικῆς ἐποχῆς. Ἀναφέρεται ὡς μανιτάρι στὸ γλωσσάρι του Τσιφόρου... Ἐπίσης ἀναφέρεται στὸ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ τῆς ΛΩΠΟΔΥΤΙΚΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ τοῦ Ε. Θωμόπουλου (ἐφ. Ἀκρόπολις, ΤΕΤΑΡΤΗ, 2 Μαΐου 1934) ποὺ δημοσίευσε ὁ Ν. Σαραντάκος:"Μανιτάρι = Η μέθοδος κλοπής των πορτοφολιών" Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ μὲ τὶς δυὸ μορφὲς μανιτάρι καἰ μανίτα στὸ τραγούδι "Ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Ἰάκωβου Μοντανάρη ἀπὸ τὸ 1935:

Ρίξανε τὸ μανιτάρι μιὰ βραδιὰ μὲ τὸ φεγγάρι

Πιάσαν' ἕν' Ἀμερικάνο στὴ μανίτα σὰν τὸ χάνο

Τοῦ πασάραν τὴ μανίτα καὶ τοῦ λένε καληνύχτα

Ἄν θυμᾶμαι καλὰ (νομίζω τὸ 'χω διαβάσει στὸν Τσιφόρο, χωρὶς νὰ εἶμαι σίγουρος) τὸ κόλπο γινόταν ὡς ἑξῆς: Ἕνας ἀπὸ τὴν ὁμάδα ἄφηνε νὰ τοῦ πέσει ἔνα πορτοφόλι. Τὸ πορτοφόλι ἦταν φουσκωμένο, ἀλλὰ στὸ πάκο μὲ τὰ χαρτονομίσματα μόνο τὰ δυὸ ἀκριανὰ ἦταν κανονικὰ, ἐνῶ τὰ ἐνδιάμεσα ἦταν χαρτιὰ, ἐφημερίδες κλπ. Ἦταν κομμένα ὅμως προσεκτικὰ ὥστε νὰ μοιάζουν μὲ πραγματικὰ χαρτονομίσματα. Μόλις τὸ ὑποψήφιο θύμα ἔβλεπε τὸ πορτοφόλι ἐμφανιζόταν κι ἄλλο μέλος τῆς ὀμάδας κι ἔλεγε πὼς τὸ βρῆκαν μαζί. Τότε ξαναγύριζε αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε, δῆθεν, χάσει καὶ ἄρχιζε νὰ ρωτάει ἄν βρέθηκε ἕνα πορτοφόλι μὲ τόσα λεφτὰ (ἔλεγε κάποιο μεγάλο ποσὸ). Αὐτὸς ποὺ τὸ βρήκε συνήθως ἀπαντοῦσε ἀρνητικὰ καὶ τὸ δεύτερο μέλος τῆς ὀμάδας ἐπιβεβαίωνε πὼς δὲν βρέθηκε τίποτα. Αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" συνέχιζε νὰ γυροφέρνει στὴν περιοχὴ "ψάχνοντας". Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ὅταν αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" ἀπομακρυνόταν λίγο, ὁ δεύτερος ἔλεγε στὸ θύμα: "Ἐπειδὴ ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω, ἐσύ κάνε πὼς ψάχνεις γιὰ νὰ μὴν καρφωθοῦμε. Δῶσε μου ἐμένα ὅ,τι λεφτὰ ἔχεις πρόχειρα καὶ ἀργότερα συναντιόμαστε στὸ τάδε μέρος γιὰ νὰ μοιραστοῦμε τὰ λεφτὰ τοῦ πορτοφολιοῦ.Ἐκτὸς ἄν θὲς νὰ σοῦ δώσω ἐγώ κάτι καὶ νὰ πάρω τὸ πορτοφόλι." Τὸ θύμα φυσικὰ προτιμοῦσε νὰ κρατήσει τὸ φουσκωμένο πορτοφόλι καὶ μετὰ νὰ τὴ σκάσει στὸν "ἀφελὴ", πέφτοντας θύμα τῆς ἀπληστίας του.

Ἡ μέθοδος ποὺ περιγράφω παραπάνω ἐπιβεβαιώνεται περιληπτικὰ καὶ στὸ προαναφερόμενο δημοσίευμα τοῦ Ν. Σαραντάκου:

"Ούτε η μέθοδος του μανιταριού (το ρίξιμο του πορτοφολιού με τις εφημερίδες) πιάνει."

Νὰ καὶ τὸ τραγούδι "ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Μοντανάρη. Τραγουδάει ἡ Στέλλα Βογιατζῆ.

https://www.youtube.com/watch?v=V5umC2dVrXQ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδελφικός φίλος του μάγκα.

Ετυμολογείται από το τουρκικό takımı που σημαίνει ομάδα ατόμων.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη αναφέρει:

"Σχεδόν πάντα ο κάθε μάγκας έχει τον τακίμη του. Τακίμης είναι ο αδελφικός φίλος του μάγκα. Οι δύο τακίμηδες αγοράζουν συνεταιρικώς τα τρόφιμα από τον μπακάλη, φροντίζει ο ένας τον άλλον, υποστηρίζονται στους καυγάδες και μένουν σε πλαγινά κρεβάτια. Σεξουαλικαί σχέσεις μεταξύ τακίμηδων αποκλείονται πανταπάσιν."

-Είναι ο τακίμης μου ρε μαλάκες, όποιος σκατόπουστας τον ξαναπειράξει θα τον ξεντεριάσω. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο κακούργος, προφ από τον λήσταρχο Χρήστο Νάτσιο- Νταβέλη (1832-1856) με τη μυθιστορηματική ζωή που ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα, γενόμενος ήρωας του Θεάτρου Σκιών, αλλά και πολλών θρύλων.

Ο λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος- Νταβέλης, έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου

Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανωφόρι, το παλτό, αλλά και το παλτό. Το αναφέρει ο ΝΤΙΝΟΣ στο λεξικό του μάγκα.
Πρωτοακούστηκε το 1932 στην παρλάτα του Πέτρου Κυριακού, "ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ" Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα

♪♫ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
♪♫

Ο Νίκος Τσιφόρος, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960), το εξηγεί καλυτερότερα:

«Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».

στο "λεξικό του μάγκα"

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται ασυνήθιστα έντονη σλανγκική δραστηριότητα στα ΜΜΕς, που οφείλεται κτγμ στην είσοδο του ντελαμαγκέν Μεϊμαράκη στη πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας. Ωσεκτουτού εμφανίζεται πρώτο τραπέζι κάλτσα, όλη η ετοιμόσλανγκη Ελλαδούλα πού 'βοσκε μέχρι τούδε σε τριτοτέταρτους λειμώνες.

Μέχρι στιγμής ο Μεϊμαράκης έχει πει τον Τσίπρα: ψευτράκο, αλητάκο, πονηρούλη και αυτοφωράκια. Στο ντιμπέιτ θα τον πει κουραμπιέ, μαρίκα, σελέμη, μπανιστηρτζή και κουραδόμαγκα. Και η υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση θα λήξει την Παρασκευή πριν τις εκλογές με τους χαρακτηρισμούς σορόκα, χαλβά, μπεμπέ, λούγκρα και Παμεινώντα... (matrix24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σινάχης, συνάχης

Παλιά ρεμπετιά για φυλή τζόρικων κακοπρέζονων του κατώτατου λουμπεναριού.

- Τους συναχηδες [Κοκαινοποτες, περιθωριοποιημενοι ακομη και απ τους ιδιους τους ρεμπετες, που συνηθως κατεληγαν στην πρεζα.] (εδώ)

Συνάχης εν δράσει

Σώζεται κυρίως μέσω του ομώνυμου τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη:

♪♫ Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
♪♫
«Ο συνάχης»)

Ο Συνάχης, 1934

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία και την ετυμολογία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ετυμολογείται απ το συνάχι, δεδομένου ότι τα μαστούρια και δη οι κοκάκηδες παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα οιονεί κρυολογήματος. Άλλοι προκρίνουν την μορφή σινάχης, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει σχέση με το συνάχι - χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν κάποια αληθοφανή εναλλακτική ετυμολογία.

- με βάση τον Ηλία Πετρόπουλο, στο τραγούδι αυτό δεν ισχύει το γράμμα υψιλον, διότι «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστεια. Σινάχης ειναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα, δεν είχε άδικα αυτό το παρατσούκλι. (εκεί)

- Όταν «O Σινάχης» ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. (εδώ)

Βλ. και συναχωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified